Τα κάλαντα έχουν τη δική τους ιστορία.
Τα κάλαντα λέγονται παραμονή των Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Φώτων, από νωρίς το πρωί έως το μεσημέρι.
«Να τα πούμε; Να τα πούμε;» λένε οι παιδικές χαρούμενες φατσούλες με το σκουφάκια στα κεφαλάκια και τα τριγωνάκια στα χέρια.
Είναι ένα έθιμο που κρατάει της ρίζες του από τις Βυζαντινές Καλένδες κατά τύπο και όχι βεβαίως κατά περιεχόμενο, από το γνωστό έθιμο των αρχαίων Ελλήνων της Ερεστώνης.
Η λέξη κάλαντα, ετυμολογικά προέρχεται από τις Ρωμαϊκές καλένδες, δηλαδή τις πρώτες μέρες, του Ιανουαρίου, του πρώτου μήνα του χρόνου. Μάλιστα πριν τον 2ο αιώνα π.Χ. ο πρώτος μήνας του Ρωμαϊκού ημερολογίου ήταν ο Μάρτιος κι έτσι η πρωτοχρονιά γιορταζόταν τότε.
Πρόκειται για δημοτικά τραγούδια με εγκωμιαστικούς στίχους, συχνά αναφέρονται ως εθιμικά τραγούδια, καθώς είναι ένα από εκείνα τα έθιμα που διατηρούν τη ζωντάνια τους ως τις μέρες μας.
Τα κάλαντα λέγονται (ψάλλονται) κυρίως από παιδιά μέχρι 14-15 ετών, αλλά και από άνδρες μεγάλους σε ηλικία, είτε μεμονωμένα είτε σε ομάδες όπου πηγαίνουν σε σπίτια, καταστήματα, δημόσιους χώρους με τη συνοδεία του πατροπαράδοτου σιδερένιου τριγώνου αλλά ενίοτε και άλλων μουσικών οργάνων όπως φυσαρμόνικας, ακορντεόν, τύμπανου.
Ο σκοπός των καλάντων είναι να διαδοθούν τα «Χρόνια Πολλά» αλλά και να εισπράξουν φιλοδώρημα αυτοί που τα λένε ή προϊόντα, όπως γινόταν παλιά.
Τα κάλαντα ξεκινούν με χαιρετισμό, αναγγέλλουν την χριστιανική γιορτή και καταλήγουν σ’ ευχές.
Με το πέρασμα των χρόνων έχουν γίνει πολλές παραλλαγές και γι’ αυτό πλέον χωρίζονται σε εθνικά, αστικά ή τοπικά.
ΚΑΛΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Καλήν εσπέραν άρχοντες,
αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη Θεία γέννηση,
να πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον,
εν Βηθλεέμ τη πόλη,
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρεται η φύσης όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται,
εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών,
και ποιητής των όλων.
ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,
ψηλή μου δενδρολιβανιά,
κι αρχή καλός μας χρόνος,
εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνο.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός,
άγιος και πνευματικός,
στη γη να περπατήσει,
και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται,
και όλους μας καταδέχεται,
από την Καισαρεία,
σ’ εισ’ αρχόντισσα κυρία.
Βαστάει εικόνα και χαρτί,
ζαχαροκάντιο ζυμωτή,
χαρτί και καλαμάρι,
δες και με το παλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε,
τη μοίρα μου την έγραφε,
και το χαρτί ομίλει,
Άγιέ μου καλέ Βασίλη.
ΚΑΛΑΝΤΑ ΦΩΤΩΝ
Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός,
η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό,
κάθετ’ η κυρά μας η Παναγιά.
Όργανο βαστάει, κερί κρατεί,
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
Αϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή,
βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί.
Ν’ ανεβώ επάνω στον ουρανό,
να μαζέψω ρόδα και λίβανο.
Καλημέρα, καλημέρα,
Καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά.